Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Το στένωμα του ουρητήρα είναι η παθολογική κατάσταση, στην οποία μειώνεται η εσωτερική διάμετρος του αυλού του ουρητήρα. Μάλιστα συνοδεύεται συχνά από τη μείωση της ελαστικότητας του τοιχώματός του κι αντίστοιχα της διατασιμότητάς του.
Το αποτέλεσμα είναι η απόφραξη, μερική ή ολική, του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος και η επακόλουθη, διάφορου βαθμού, υδρονέφρωση (διάταση) του νεφρού και του ουρητήρα.
Για να το εξηγήσουμε λίγο πιο αναλυτικά, οι ουρητήρες είναι δύο. Κάθε ένας αντιστοιχεί σ’ ένα νεφρό, αλλά και οι δύο είναι υπεύθυνοι για τη μεταφορά των ούρων από τους νεφρούς στην κύστη. Ο κάθε ουρητήρας έχει μήκος 25– 30 cm. Το άνω άκρο του ενώνεται με την πύελο του νεφρού, ενώ το κάτω άκρο φτάνει εώς την ουροδόχο κύστη. Όταν φτάσει στο τοίχωμα της ουροδόχου κύστης έχει λοξή πορεία. Μέσα στο τοίχωμά της ενισχύεται μ’ ένα ειδικό αντιπαλινδρομικό μηχανισμό, που δεν επιτρέπει στα ούρα που είναι μέσα στην ουροδόχο κύστη να επιστρέψουν στον ουρητήρα και να φτάσουν μέχρι το νεφρό.
Μία ιδιαίτερη μορφή στενώματος στην αποχετευτική μοίρα του ουροποιητικού αποτελεί η Στένωση Πυελο- ουρητηρικής Συμβολής, του σημείου δηλαδή που ενώνεται ο ουρητήρας με την πύελο του νεφρού. Εμφανίζεται κυρίως στα παιδιά και επί το πλείστων είναι συγγενής (1 στα 1500 παιδιά, ενώ η αναλογία αγοριών/ κοριτσιών είναι 2:1).
Το στένωμα ουρητήρα εμφανίζεται συνήθως ασυμπτωματικά, αλλά μπορεί να παρουσιαστεί με πόνο στην οσφύ, αίμα στα ούρα, πυρετό έως και επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.
Στο πλαίσιο της διάγνωσης είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καταγραφεί το ιστορικό του ασθενούς και να γίνει η αντίστοιχη κλινική εξέταση. Στη συνέχεια ο γιατρός θα χρειαστεί μία σειρά εξετάσεων και συγκεκριμένα:
Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Η πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση είναι συνήθως η τοποθέτηση ενός ουρητηρικού stent (pig-tail ή double j stent). Συστήνεται δηλαδή η τοποθέτηση ενός πλαστικού, εύκαμπτου σωλήνα με αναδιπλούμενα άκρα στον ουρητήρα που επιτρέπει στα ούρα να παρακάμψουν το στένωμα ή την όποια ενδοαυλική αιτία απόφραξης (π.χ. πέτρα).
Ή ουρητηρικό stent ή ενδο-ουρητηρικό stent ή double j stent είναι ένα πλαστικό, εύκαμπτο, μικρής διαμέτρου σωληνάκι με αναδιπλούμενα άκρα. Τοποθετείται σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις όπου υπάρχει απόφραξη του ουρητήρα και γενικά του ανώτερου ουροποιητικού με σκοπό τα ούρα να παρακάμψουν το σημείο της απόφραξης.
Η τοποθέτηση του pig-tail (ενδο-ουρητηρικού stent) γίνεται με γενική αναισθησία ή με μέθη, χρησιμοποιώντας το κυστεοσκοπίο. Αυτό αποτελείται από μία κάμερα, μία οπτική, μια πηγή φωτός καθώς κι ένα μεταλλικό σωλήνα με κανάλι εργασίας.
Μετά την είσοδο στην ουροδόχο κύστη- κι αφού αναγνωριστούν τα ουρητηρικά στόμια- γίνεται μία ακτινοσκόπηση (ανιούσα πυελογραφία) και με τη χρήση υδρόφιλου, ατραυματικού οδηγού σύρματος προωθείται το pig-tail μέχρι το νεφρό.
Συχνοουρία, επιτακτικότητα, ήπια αιματουρία ή ήπιο άλγος στην περιοχή της κύστης και του νεφρού κατά την ούρηση είναι τα συνήθη ενοχλήματα, που μπορεί να εμφανίσει ο ασθενής και τα οποία υποχωρούν τις περισσότερες φορές αυτόματα ή με τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής εάν επιμένουν.
Η τοποθέτηση του pig–tail δεν θεραπεύει τη στένωση, αλλά επιτρέποντας στα ούρα να συνεχίσουν την πορεία τους προς την κύστη υφίεται ο πόνος κι επανέρχεται η φυσιολογική λειτουργία του νεφρού. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η τοποθέτηση του pig–tail ως μοναδικής λύσης μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη αντιμετώπιση για τη στένωση. Τα stents του ουρητήρα πρέπει να αλλάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η επιλογή της θεραπευτικής προσέγγισης εξαρτάται από την αιτία, το σημείο της στένωσης ή το μήκος του στενώματος ουρητήρα.
Στα στενώματα της πυελοουρητηρικής συμβολής διενεργείται η πυελοπλαστική. Σκοπός της χειρουργικής αυτής επέμβασης είναι η δημιουργία μίας νέας, μεγαλύτερης εσωτερικής διαμέτρου αναστόμωσης της νεφρικής πυέλου με τον ουρητήρα. Η προσπέλαση μπορεί να είναι ανοικτή, λαπαροσκοπική ή ρομποτική. Στις περιπτώσεις που οφείλονται σε φλεγμονή- όπως στην οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση- ο ασθενής υποβάλλεται συνήθως σε ουρητηρόλυση, επέμβαση κατά την οποία ο ουρητήρας απελευθερώνεται από τον φλεγμονώδη ιστό που τον στραγγαλίζει και μετακινείται σε νέα θέση. Οι προτιμώμενες προσπελάσεις για αυτή την επέμβαση είναι η ρομποτική και λαπαροσκοπική.
Για μικρού μήκους στενώματα (κάτω των δύο εκατοστών) μπορεί να εφαρμοστεί η Ενδοσκοπική Oυρητηροτομία και η Eνδοσκοπικική Oυρητηροπλαστική με μπαλόνι διαστολής. Σε αυτές τις τεχνικές με τη χρήση ενός ειδικού εξοπλισμού και υπό ακτινοσκοπική καθοδήγηση γίνεται διατομή του στενώματος (με τη βοήθεια ενός ενδοσκοπικού μαχαιριδίου ή με Laser) ή διαστολή του ή συνδυασμός τομής και διαστολής, με αποτέλεσμα τη διάνοιξη του στενώματος. Μετά το τέλος της επέμβασης τοποθετείται ένας ουρητηρικός καθετήρας (pigtail).
Σε στένωμα του κατώτερου ουρητήρα, δηλαδή του τμήματος κοντά στην ουροδόχο κύστη, μπορεί να χρειαστεί η μετεμφύτευση του ουρητήρα. Σε αυτό το είδος επέμβασης και μετά την αφαίρεση του στενωμένου τελικού τμήματος γίνεται η επανατοποθέτηση του ουρητήρα στην ουροδόχο κύστη, με τρόπο που να μην επιτρέπει την παλινδρόμηση των ούρων στον ουρητήρα και στους νεφρούς (αντιπαλινδρομικό μηχανισμό). Τα καλύτερα αποτελέσματα δίνουν η ρομποτική και λαπαροσκοπική προσπέλαση.
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: