Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Καλοήθης Υπερπλασία Προστάτη ονομάζεται η αργή, σταδιακή διόγκωση του προστάτη (κυρίως του κεντρικού του τμήματος) η οποία μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην ούρηση.
Πρόκειται για μια καλοήθη κατάσταση, που εμφανίζεται συνήθως μετά τα 50 έτη.
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες, που σχετίζονται με την ανάπτυξη της ΚΥΠ είναι:
Σημαντικό να γνωρίζετε! Παρατηρείται μία ταυτόχρονη αύξηση του PSA, ενός βιοχημικού δείκτη χρήσιμου για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του προστάτη, χωρίς όμως η ΚΥΠ να σχετίζεται με κίνδυνο για ανάπτυξη νεοπλασίας του προστάτη.
Συνήθως η νυκτουρία, η συχνουρία και η μείωση της ακτίνας ούρησης είναι τα κύρια συμπτώματα, που οδηγούν τον ασθενή στο γιατρό.
Η διάγνωση καλοήθους υπερπλασίας προστάτη πραγματοποιείται με τη λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού, με φυσική εξέταση (συμπεριλαμβανομένης και της δακτυλικής εξέτασης προστάτη) και τη συμπλήρωση ενός ημερολογίου ούρησης και του ερωτηματολογίου IPSS (International Prostate Symptom Score).
Βασικές διαγνωστικές εξετάσεις αποτελούν επίσης:
Η μέτρηση του PSA, ενός βιοχημικού δείκτη, (Total, Free, Ratio).
Το Υπερηχογράφημα Νεφρών – Κύστης – Προστάτη προ και μετά ούρησης (με ιδιαίτερη μέριμνα για την μέτρηση του Υπολείμματος ούρων).
Απλή και μη επεμβατική εξέταση η οποία καταγράφει την ούρηση δίνοντάς μας πληροφορίες για τον αποβαλλόμενο όγκο ούρων, το χρόνο έναρξης, τη μέγιστη ροή και τη διάρκεια της ούρησης.
Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Η αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας προστάτη μπορεί να είναι φαρμακολογική (συντηρητική αντιμετώπιση) ή χειρουργική. Η επιλογή της αντιμετώπισης σχετίζεται με τον τύπο και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων, αλλά και των επιπτώσεων της ΚΥΠ στο ουροποιητικό ή στην ποιότητα ζωής του ασθενούς.
Φαρμακολογική Θεραπεία
Η αρχική θεραπευτική προσέγγιση συνήθως είναι η λήψη φαρμάκων και περιλαμβάνει τους α-αδρενεργικούς αποκλειστές (α-blockers), τους αναστολείς της 5α ρεδουκτάσης, τους αναστολείς, της φωσφοδιεστεράσης 5, συνδυασμό αυτών και φυσικά τα φυτικά σκευάσματα.
Εάν συνυπάρχουν συχνοουρία κι επιτακτικότητα, μπορεί να κριθεί απαραίτητη η συγχορήγηση φαρμάκων που αντιμετωπίζουν αυτά τα έντονα συμπτώματα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν τα αντιμουσκαρινικά (γνωστά και ως αντιχολινεργικά) φάρμακα και οι β3-αδρενεργικοί αγωνιστές.
Ο σκοπός της χρήσης των φαρμάκων είναι η ανακούφιση του ασθενούς από τα συμπτώματα και η επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου, αλλά η φαρμακολογική αντιμετώπιση δεν αποτελεί οριστική θεραπεία.
Χειρουργική Αντιμετώπιση
Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών θα χρειαστεί τελικά να χειρουργηθεί. Η χειρουργική θεραπεία αφαιρεί, ανεξαρτήτως τεχνικής, τον κεντρικό υπερπλαστικό ιστό απελευθερώνοντας την έξοδο των ούρων κι ανακουφίζοντας έτσι από τα συμπτώματα.
Οι κυριότερες και συχνότερα χρησιμοποιημένες χειρουργικές μέθοδοι είναι:
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: