Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Ο καρκίνος προστάτη είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος στους άνδρες, με εκτιμώμενες 1,4 εκατομμύρια διαγνώσεις το 2020! Αποτελεί τη δεύτερη αιτία θανάτου από καρκίνο στους άνδρες κι εμφανίζεται πιο συχνά σε ανεπτυγμένες χώρες λόγω του υψηλότερου μέσου όρου ζωής.
Σε ασθενείς με τοπική νόσο, όταν δηλαδή η πάθηση είναι σ’ ένα πρώιμο στάδιο δεν εμφανίζονται ειδικά συμπτώματα αν και μπορεί να αναφερθούν αίμα στο σπέρμα (αιμοσπερμία), επώδυνη εκσπερμάτιση ή και περινεϊκό άλγος.
Συμπτώματα με τη μορφή μη ειδικών συμπτωμάτων κατώτερου ουροποιητικού μπορεί να εμφανιστούν σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένη νόσο όπως συχνουρία, επιτακτικότητα, χρόνια επίσχεση ούρων, αιματουρία. Είναι όμως ενοχλήματα που εμφανίζονται κυρίως σε άλλες παθήσεις, όπως είναι η καλοήθης υπερπλασία προστάτη (ΚΥΠ).
Απώλεια βάρους, αναιμία, αίμα στα ούρα, πόνο στα οστά ή και παθολογικά κατάγματα μπορεί να εμφανιστούν επί μεταστατικής νόσου. Ενίοτε είναι ακριβώς αυτά τα συμπτώματα που κινητοποιούν τον ασθενή να απευθυνθεί σε γιατρό και έτσι στο τέλος να γίνει η διάγνωση του καρκίνου προστάτη.
Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο προληπτικός έλεγχος και η έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου, αφού είναι πολύ πιο εύκολο να θεραπευθεί αν εντοπιστεί σε πρώιμο στάδιο.
Για τη διάγνωση είναι απαραίτητα:
Το PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο) είναι ένα ένζυμο, που παράγεται από τον προστάτη και η λειτουργία του είναι να ρευστοποιεί το σπέρμα. Τα επίπεδά του εξαρτώνται από την ηλικία, τον όγκο του προστάτη (κάθε γραμμάριο υπεραστικού ιστού παράγει 0,12 ng/ml PSA), την παρουσία φλεγμονών, τυχόν χειρισμούς στο κατώτερο ουροποιητικό (πχ πρόσφατη κυστεοσκόπηση, τοποθέτηση καθετήρα) και φυσικά την παρουσία καρκίνου του προστάτη.
Το PSA δεν είναι διαγνωστικό του καρκίνου του προστάτη (ευαισθησία 80% και ειδικότητα 40%). Αν όμως τα επίπεδά του είναι ανεβασμένα ή συνυπάρχει και μία μη φυσιολογική δακτυλική εξέταση, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση με Πολυπαραμετρική Μαγνητική και με κατευθυνόμενη βιοψία.
Το PSA είναι ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης στα πλαίσια της παρακολούθησης της νόσου έπειτα από κάποια θεραπεία.
Οι ασθενείς διαχωρίζονται σε τρεις ομάδες κινδύνου, χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού. Οι θεραπευτικές επιλογές και η πρόγνωση του καρκίνου εξαρτώνται από το στάδιο της νόσου και τον βαθμό κακοήθειας καθώς κι από την ηλικία του ασθενή, το ιστορικό του και τη γενική κατάστασή του.
Οι βασικές επιλογές είναι:
Στην ενεργό παρακολούθηση (Active surveillance, AS) δεν προβαίνουμε άμεσα σε κάποια παρέμβαση, αλλά υποβάλλεται ο ασθενής σε τακτικό έλεγχο (επανάληψη PSA, βιοψίας προστάτου και/ή πολυπαραμετρικής μαγνητικής) με σκοπό την καθυστέρηση στην έναρξη της όποιας θεραπείας οπότε και στην καθυστέρηση της εμφάνισης των επιπλοκών και των επιπτώσεών της.
Στα μειονεκτήματα συμπεριλαμβάνονται οι περισσότερες βιοψίες προστάτη, η ανησυχία κυρίως εκ μέρους του ασθενή για την πορεία της νόσου, ενδεχομένως μία πιο δύσκολη αντιμετώπιση εάν ο καρκίνος εξελιχθεί́ και η πιθανότητα ό,τι κάποιες θεραπείες μπορεί́ να μην είναι διαθέσιμες στην περίπτωση αυτή. Και φυσικά τη συμμόρφωση του ασθενή στο πρωτόκολλο παρακολούθησης.
Ο καρκίνος του προστάτη παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Γι’ αυτό η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται στην κάθε περίπτωση. Σε άνδρες άνω των 70- 75 ετών αρκεί ίσως και μόνο η ενεργώς παρακολούθηση. Σε πιο νέους όμως ασθενείς η αντιμετώπιση πρέπει να είναι πιο επιθετική, ώστε να προλάβουμε να μην εξαπλωθούν τα καρκινικά κύτταρα σε άλλα μέρη του σώματος (μεταστάσεις).
Στον εντοπισμένο στον αδένα, καρκίνο του προστάτη η βασικότερη θεραπευτική αντιμετώπιση είναι η ριζική προστατεκτομή όπου ολόκληρος ο προστάτης και οι δυο σπερματοδόχες κύστεις αφαιρούνται. Ενώ μπορεί να κριθεί και πυελική λεμφαδενεκτομή.
Η ριζική προστατεκτομή (Radical Prostatectomy, RP) μπορεί να γίνει είτε ανοικτά (με τομή) είτε λαπαροσκοπικά είτε ρομποτικά. Το ογκολογικό αποτέλεσμα είναι ίδιο, αλλά οι δύο τελευταίες μέθοδοι υπερτερούν λόγω μικρότερης νοσηλείας και μετεγχειρητικού πόνου, λιγότερης απώλειας αίματος και πιο γρήγορης επανόδου στις συνήθεις δραστηριότητες καθώς και μικρότερο ποσοστό ακράτειας ούρων και στυτικής δυσλειτουργίας (οι δύο πιο ενοχλητικές, πιθανές παρενέργειες της προστατεκτομής).
Η ακτινοθεραπεία (Radiation Therapy, RT) είναι μία από τις κυριότερες θεραπείες στον καρκίνο του προστάτη για όλα τα στάδια της εντοπισμένης νόσου (χαμηλού, ενδιάμεσου και υψηλού κινδύνου) με ή χωρίς ταυτόχρονη χορήγηση ορμονοθεραπείας. Διακρίνεται στην εξωτερική ακτινοβολία και στη βραχυθεραπεία.
Κατά τη θεραπεία με εξωτερική ακτινοθεραπεία, εκτός του προστάτη, τμήματα της ουροδόχου κύστης και του ορθού μπορεί να ακτινοβοληθούν. Αυτό μπορεί να προκαλέσει επεισόδια συχνουρία και/ή διάρροιας μετά τη θεραπεία. Οι ασθενείς μπορεί, επίσης, να αισθανθούν κόπωση κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας. Ενώ ένα ποσοστό μπορεί να εμφανίσει στενώμα ουρήθρας (5%) ή στυτική δυσλειτουργία (40- 50%) . Με τη χρήση των νεότερων ακτινοσκοπικών μηχανημάτων η θεραπεία περιορίζεται στον προστάτη και τις σπερματοδόχους κύστες, με λιγότερες τοπικές παρενέργειες (μετακτινική κυστίτιδα και μετακτινική πρωκτίτιδα).
Η βραχυθεραπεία είναι η τοποθέτηση ραδιενεργών κόκκων στον προστάτη, διαμέσου του περινέου και με τη βοήθεια υπερηχογραφικής καθοδήγησης. Η βραχυθεραπεία μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως μονοθεραπεία όσο και σε συνδυασμό με εξωτερική ακτινοθεραπεία, με ή χωρίς συνδυασμό με ορμονοθεραπεία.
Η ορμονοθεραπεία έχει διπλό σκοπό:
Στο πλαίσιο της ορμονοθεραπείας υπάρχουν δύο κατηγορίες φαρμάκων, τα LHRH ανάλογα, υπό μορφή ένεσης, με στόχο τη μείωση της παραγωγής τεστοστερόνης και τα αντιαδρογόνα που αποτελούν ουσίες που συνδέονται με τους υποδοχείς των ανδρογόνων και αποτρέπουν την πρόσδεση και την επακόλουθη δράση των ανδρογόνων στους ιστούς- στόχους
Η ορμονοθεραπεία είναι καλά ανεκτή, αλλά δεν παύει να έχει κάποιες παρενέργειες. Οι πιο συχνές είναι:
Όταν χορηγείται επί σειρά ετών αυξάνει τον κίνδυνο συμβαμάτων από το κυκλοφορικό, όπως π.χ. του εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: