Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Ο καρκίνος ανώτερου ουροποιητικού καλύπτει το 5% των καρκίνων των ουροθηλιακών καρκίνων. Θεωρείται ως πιο επικίνδυνος από τον αντίστοιχο της ουροδόχου κύστης, γιατί είναι ήδη διηθητικός κατά τη διάγνωση στο 60% (σε αντίθεση με αυτόν της ουροδόχου κύστης, που είναι ήδη διηθητικός στο 15 – 25%). Η βασική αιτία γι’ αυτό είναι το λεπτό μυϊκό τοίχωμα της αποχετευτικής μοίρας.
Η αποχετευτική μοίρα του νεφρού αποτελείται από τους κάλυκες και την πύελο του νεφρού, καθώς κι από τον ουρητήρα. Η συχνότητά του στο πυελοκαλυκικό σύστημα είναι 2πλάσια από τον ουρητήρα.
Ο καρκίνος του ανώτερου ουροποιητικού έχει τους ίδιους παράγοντες κινδύνου με αυτόν της ουροδόχου κύστης, αφού τόσο η αποχετευτική μοίρα όσο και η ουροδόχος κύστη επενδύονται από τον ίδιο τύπο κυττάρων (μεταβατικό επιθήλιο).
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου και σε αυτή την περίπτωση είναι:
Το κυριότερο σύμπτωμα είναι η μακροσκοπική, συνήθως ανώδυνη, αιματουρία (70 – 80%). Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να σχηματιστούν πήγματα αίματος μέσα στον ουρητήρα, οπότε ο ασθενής μπορεί να αναφέρει πόνο φτάνοντας μέχρι και να νιώσει κολικό νεφρού (20 – 32%).
Για τη διάγνωση ο ουρολόγος θα χρειαστεί ένα λεπτομερές ιστορικό, την κλινική εξέταση του ασθενούς και μία σειρά εξετάσεων όπως:
Χρήσιμο για τη διερεύνηση ύποπτων λεμφαδένων (έχοντας δώσει καλά αποτελέσματα) είναι κι ένα PET/CT.
Η αξονική πυελογραφία αποτελεί βασική εξέταση, γιατί επιτρέπει την εκτίμηση της ανατομίας και λειτουργίας του ουροποιητικού, δίνει πληροφορίες για την ενδεχόμενη παρουσία πιθανού νεοπλάσματος αποχετευτικής μοίρας, για διάταση του ανώτερου ουροποιητικού, για πιθανή τοπική διήθηση και για την παρουσία ύποπτων λεμφαδένων, έχοντας μία υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα (92% και 95% αντίστοιχα).
Η κυτταρολογική εξέταση ούρων είναι μία εξέταση που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε στα ούρα αν υπάρχουν παθολογικά (καρκινικά) κύτταρα. Μπορεί να ανιχνεύσει καλύτερα επιθετικές, υψηλού βαθμού κακοήθειας, μορφές καρκίνου ενώ όταν ο καρκίνος είναι μικρός ή είναι σε πολύ αρχικό στάδιο υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μη μπορεί να τον ανιχνεύσει. Η εξήγηση αυτού βρίσκεται στη µη ύπαρξη μεγάλων διαφορών μεταξύ των χαρακτηριστικών των κυττάρων ενός χαμηλού βαθμού κακοήθειας νεοπλάσματος και των αντιδραστικού τύπου αλλοιώσεων, καλοήθους πάντα αιτιολογίας στα φυσιολογικά κύτταρα.
Είναι μία εξέταση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στο πλαίσιο της πρώτης διάγνωσης, όσο και κυρίως στα πλαίσια παρακολούθησης για ενδεχόμενες υποτροπές.
Η κυστεοσκόπηση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαγνωστικής προσέγγισης και ο σκοπός της είναι να αναδείξει τυχόν σύγχρονο καρκίνο στην ουροδόχο κύστη (8 – 13%) ή μόρφωμα που εξέρχεται του ουρητηρικού στομίου.
Η ουρητηροσκόπηση είναι μία ενδοσκοπική, χωρίς τομές στο δέρμα, διαγνωστική μέθοδος στην οποία ο γιατρός με τη βοήθεια ενός λεπτού και συνήθως πλέον εύκαμπτου εργαλείου (του ουρητηροσκοπίου) συνδεδεμένου με μία ειδική κάμερα, έχει τη δυνατότητα διαμέσου της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης να εξετάσει τον ουρητήρα σε όλο του το μήκος και να επισκοπήσει σχεδόν όλο τον νεφρό στην αναζήτηση μορφωμάτων, ύποπτων ερυθροτήτων ή λίθων. Διενεργείται με γενική ή ραχιαία αναισθησία κι επιτρέπει- πέραν της διάγνωσης- και τη λήψη βιοψιών.
Η αντιμετώπιση αυτού του νεοπλάσματος εξαρτάται από τα επιμέρους χαρακτηριστικά του νεοπλάσματος, που τον διαχωρίζει σε χαμηλού και υψηλού κινδύνου (φυσικά κι από το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς).
Ποιοι θεωρούνται ως χαμηλού κινδύνου ασθενείς
Ως ασθενείς χαμηλού κινδύνου θεωρούνται αυτοί που έχουν ένα μονήρες μόρφωμα, κάτω των δύο εκατοστών, με χαμηλού βαθμού (low grade) κυτταρολογική ούρων, συνδυαστικά με μία επίσης χαμηλού βαθμού ιστολογική (βιοψία) και χωρίς στοιχεία στην αξονική, που να συνηγορούν υπέρ διηθητικής νόσου.
Αντιθέτως ασθενείς με στοιχεία διήθησης και/ή υδρονέφρωσης ή πολλαπλές εντοπίσεις ή όγκο άνω των δύο εκατοστών ή υψηλού βαθμού κακοήθειας στην ιστολογική ή την κυτταρολογική εξέταση ή ιστορικό ριζικής κυστεκτομής για υψηλόβαθμο νεόπλασμα ουροδόχου κύστης χαρακτηρίζονται ως υψηλού κινδύνου.
Ο διαχωρισμός αυτός, μαζί με το υπόλοιπο ιατρικό ιστορικό, είναι απαραίτητος για να μπορέσει να γίνει η επιλογή εκείνων των ασθενών, που μπορούν να αντιμετωπιστούν με πιο συντηρητικές μεθόδους (αφαίρεση του όγκου ενδοσκοπικά με Laser) και με κύριο σκοπό τη διατήρηση του νεφρού τους (Renal sparring surgery). Αυτή η επέμβαση γίνεται και πάλι με το ουρητηροσκόπιο υπό γενική ή ραχιαία νάρκωση.
Βασική προϋπόθεση είναι η λεπτομερής ενημέρωση του ασθενούς σχετικά με τις ιδιαιτερότητες της συντηρητικής θεραπείας (ενδεχομένως αδυναμία ριζικής αφαίρεσης του όγκου) και την ανάγκη μίας στενής και συστηματικής παρακολούθησης μετεγχειρητικά, δεδομένου ότι η πιθανότητα υποτροπής σε περίπτωση συντηρητικής θεραπείας κυμαίνεται μεταξύ 30 και 60%.
Στους ασθενείς με υψηλού κινδύνου καρκίνο αποχετευτικής μοίρας και σε ασθενείς, που υποτροπίασαν μετά συντηρητική αρχική αντιμετώπιση, η παρέμβαση εκλογής είναι η ριζική νεφροουρητηρεκτομή. Πρόκειται για μία επέμβαση στην οποία αφαιρείται ο νεφρός, ο ουρητήρας, ένα μικρό τμήμα της ουροδόχου κύστης και λεμφαδένες.
Για την πληρέστερη αντιμετώπιση και σε συνεργασία με ογκολόγο ενδέχεται ο ασθενής να χρειαστεί να υποβληθεί σε νεοεπικουρική (πριν το χειρουργείο) ή επικουρική (μετά την νεφρεκτομή) χημειοθεραπεία.
Απώτερα μετεγχειρητικά και δεδομένου πως έχει παρατηρηθεί ένα ποσοστό εμφάνισης υποτροπής στην κύστη της τάξης του 22 – 47% ο ασθενής, θα είναι σκόπιμο να υποβληθεί και σε ενδοκυστική έγχυση χημειοθεραπευτικών (τοπική δράση).
Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: