Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο πιο συχνός καρκίνος του ουροποιητικού κι αποτελεί το 5% όλων των καρκίνων. Ενδιαφέρει κυρίως τους άντρες, με μία αναλογία περίπου 3,8 άντρες / 1 γυναίκες.
Το κυριότερο σύμπτωμα είναι η αιματουρία, είτε πρόκειται για εμφανή δια γυμνού οφθαλμού αιματουρία (μακροσκοπική) είτε για μη εμφανή οπτικά αιματουρία, που αναδεικνύεται μόνο στη γενική ούρων (μικροσκοπική). Συνήθως είναι ανώδυνη και συχνά συνυπάρχει με αιμοπήγματα εντός των ούρων.
Συμπτωματολογία κατώτερου ουροποιητικού, όπως επιτακτικότητα και συχνουρία, μπορεί να εμφανιστούν επί συμπαγών κυρίως όγκων. Σε περιπτώσεις που από τον όγκο αποφραχτεί κάποιο ουρητηρικό στόμιο, μπορεί να έχουμε διάταση ή και υδρονέφρωση στο σύστοιχο νεφρό.
Για τη διάγνωση είναι απαραίτητο να γίνουν συνδυαστικά οι παρακάτω εξετάσεις:
Το PSA (ειδικό προστατικό αντιγόνο) είναι ένα ένζυμο, που παράγεται από τον προστάτη και η λειτουργία του είναι να ρευστοποιεί το σπέρμα. Τα επίπεδά του εξαρτώνται από την ηλικία, τον όγκο του προστάτη (κάθε γραμμάριο υπεραστικού ιστού παράγει 0,12 ng/ml PSA), την παρουσία φλεγμονών, τυχόν χειρισμούς στο κατώτερο ουροποιητικό (πχ πρόσφατη κυστεοσκόπηση, τοποθέτηση καθετήρα) και φυσικά την παρουσία καρκίνου του προστάτη.
Το PSA δεν είναι διαγνωστικό του καρκίνου του προστάτη (ευαισθησία 80% και ειδικότητα 40%). Αν όμως τα επίπεδά του είναι ανεβασμένα ή συνυπάρχει και μία μη φυσιολογική δακτυλική εξέταση, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση με Πολυπαραμετρική Μαγνητική και με κατευθυνόμενη βιοψία.
Το PSA είναι ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης στα πλαίσια της παρακολούθησης της νόσου έπειτα από κάποια θεραπεία.
Εφόσον τεθεί η υποψία/ γίνει η διάγνωση του νεοπλάσματος, ακολουθεί αρχικά η διουρηθρική εκτομή του όγκου (TURBT) κι ο ιστός που αφαιρείται αποστέλλεται για βιοψία. Αυτή θα μας χρειαστεί τόσο για την παθολογοανατομική επιβεβαίωση της διάγνωσης (απαραίτητη στις αμφίβολες περιπτώσεις), αλλά και για τον καθορισμό του βαθμού και του σταδίου του νεοπλάσματος.
Η διουρηθρική εκτομή του όγκου (TURBT) είναι η χειρουργική επέμβαση κατά την οποία αφαιρείται ο όγκος κι ένα τμήμα της ουροδόχου κύστης με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου, του ρεζεκτοσκοπίου. Αυτό αποτελείται από μία κάμερα, μία οπτική, μια πηγή φωτός κι ένα ηλεκτρόδιο με το οποίο γίνεται η εκτομή του ιστού και η αιμόσταση.
Με βάση το αποτέλεσμα της βιοψίας ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης ταξινομείται σε δύο κύριες κατηγορίες:
Για τον επιφανειακό καρκίνο (μη διηθητικό) η διουρηθρική αφαίρεσή του είναι αρκετή. Ανάλογα με το στάδιο μπορεί να κριθεί απαραίτητη η ενδοκυστική έγχυση φαρμάκων. Ο σκοπός της χρήσης των φαρμάκων είναι η καθυστέρηση της υποτροπής και της εξέλιξης της νόσου. Η δράση τους είναι τοπική και μπορεί να είναι είτε χημειοθεραπευτικά (πχ επιρουμπικίνη) ή ανοσοτροποποιητικά (πχ BCG-Bacillus Calmette–Guérin).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, με βάση την ιστολογική, μπορεί να χρειαστεί και η επανεπέμβαση του ασθενούς (στις περιπτώσεις εκείνες που φοβόμαστε την υποσταδιοποίηση του όγκου ή σε συγκεκριμένο στάδιο και βαθμό αυτού).
Επί διηθητικού καρκίνου ουροδόχου κύστης, η ενδεδειγμένη θεραπεία είναι η Ριζική Κυστεκτομή με εκτροπή των ούρων και ταυτόχρονο λεμφαδενικό καθαρισμό. Είναι μία επέμβαση, που γίνεται τόσο ανοικτά όσο και ρομποτικά. Αφαιρούνται στον άντρα εκτός της ουροδόχου, ο προστάτης μαζί με τις σπερματοδόχους κύστεις ενώ στη γυναίκα ενδείκνυται η ταυτόχρονη αφαίρεση της μήτρας, των εξαρτημάτων και ενός τμήματος του κόλπου. Και στα δύο φύλα θα μπορούσαν να γίνουν λιγότερο ακροτηριαστικές επεμβάσεις αλλά με συγκεκριμένα κριτήρια και μόνο σε αυστηρά επιλεγμένες περιπτώσεις.
Με τον όρο εκτροπή ούρων εννοούμε τη μόνιμη μετακίνηση της ροής των ούρων από τη φυσιολογική τους οδό/έξοδο προς άλλη κατεύθυνση λόγω αφαίρεσης τμήματος της αποχετευτικής μοίρας. Μπορεί να είναι ορθότοπη όπου δημιουργούμε μία νεοκύστη από τμήμα λεπτού εντέρου, που την τοποθετούμε στη θέση της αφαιρεθείσας κύστης ή ετερότοπη όπου επίσης τμήμα εντέρου χρησιμοποιείται για την ανακατεύθυνση των ούρων και τη δημιουργία στομίας στο δέρμα του κοιλιακού τοιχώματος (ΔΕ κάτω τεταρτημόριο).
Για την αντιμετώπιση του διηθητικού καρκίνου παίζει σημαντικό ρόλο η χημειοθεραπεία. Ο ασθενής υποβάλλεται πλέον νεοεπικουρικά (πριν την οποιαδήποτε οριστική αντιμετώπιση) σε σχήμα χημειοθεραπευτικών με σκοπό την αύξηση της επιβίωσης. Η επικουρική χημειοθεραπεία (μετά τη βασική θεραπεία) επιφυλάσσεται συνήθως σε ασθενείς που δεν είχαν λάβει την νεοεπικουρική.
Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: