Επικοινωνήστε με τον ιατρό ή κλείστε ραντεβού.
Ο κολικός του νεφρού είναι μία ιδιαίτερα επώδυνη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από πόνο.
Ο πόνος ξεκινάει από την περιοχή του νεφρού, κατεβαίνει προς το σύστοιχο λαγόνιο βόθρονα και μπορεί να καταλήγει στα έξω γεννητικά όργανα του ασθενούς. Έχει συνήθως παροξυσμικό χαρακτήρα με απότομη έναρξη, προοδευτικά αυξανόμενη ένταση και κατόπιν απότομη ύφεση μέχρι το επόμενο επεισόδιο πόνου (άλγος κολικοειδούς χαρακτήρα). Χαρακτηριστική είναι κλινική εικόνα του ασθενούς, ο οποίος είναι συνήθως εξαιρετικά ανήσυχος και κάθιδρος, χωρίς να βρίσκει ανακούφιση σε καμία θέση. Αυτή η κατάσταση αποτελεί εκδήλωση μερικής ή πλήρους απόφραξης του νεφρού ή του ουρητήρα.
Άλλα συμπτώματα, που συνοδεύουν τον κολικό νεφρού μπορεί να είναι:
Η κυριότερη αιτία είναι η λιθίαση, δηλαδή οι πέτρες στα νεφρά. Άλλες αιτίες αποτελούν η στένωση της πυελοουρητηρικής συμβολής (ΠΟΣ), η παρουσία θρόμβων αίματος συχνά εξαιτίας της παρουσίας ουροθηλιακών όγκων ή εξωαυλική πίεση του ουρητήρα ή άλλες παθολογικές καταστάσεις του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου (οπισθοπεριταναϊκή ίνωση).
Αρχικά η αντιμετώπιση στον κολικό νεφρού είναι φαρμακολογική. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ), η παρακεταμόλη και τα οπιοειδή αναλγητικά. Τα ΜΣΑΦ και η παρακεταμόλη είναι τα πιο αποτελεσματικά παυσίπονα για τον κολικό νεφρού, ενώ τα οπιοειδή θεωρούνται λιγότερο αποτελεσματικά και μπορεί να προκαλέσουν εμετό. Από τα οπιοειδή παυσίπονα προτιμάται η τραμαδόλη.
Η άμεση χειρουργική παρέμβαση ενδείκνυται, όταν υπάρχουν οι εξής καταστάσεις:
Η παρέμβαση αποσκοπεί στην άμεση παροχέτευση του ανώτερου ουροποιητικού και την αντιμετώπιση του αιτίου σε άλλη χρονική στιγμή. Γίνεται με την ενδοσκοπική τοποθέτηση αυτοσυγκρατούμενου ουρητηρικού καθετήρα (pigtail ή double JJ stent).
Το ουρητηρικό stent, pig- tail ή double j stent είναι ένα πλαστικός, εύκαμπτος σωλήνας μικρής διαμέτρου με αναδιπλούμενα άκρα, που τοποθετείται στον ουρητήρα κι επιτρέπει στα ούρα να παρακάμψουν το στένωμα ή την όποια ενδοαυλική αιτία απόφραξης (π.χ. πέτρα). Το ένα άκρο του αναδιπλώνεται εντός της πυέλου του νεφρού και το άλλο του άκρο στην ουροδόχο κύστη.
Η τοποθέτηση του pig- tail γίνεται με γενική αναισθησία ή με μέθη, χρησιμοποιώντας το κυστεοσκόπιο. Αυτό αποτελείται από μία κάμερα, μία οπτική, μία πηγή φωτός καθώς κι ένα μεταλλικό σωλήνα με κανάλι εργασίας.
Μετά την είσοδο στην ουροδόχο κύστη- κι αφού αναγνωριστούν τα ουρητηρικά στόμια- γίνεται μία ακτινοσκόπηση (ανιούσα πυελογραφία) και με τη χρήση υδρόφιλου, ατραυματικού οδηγού σύρματος προωθείται το pig- tail μέχρι το νεφρό.
Συχνοουρία, επιτακτικότητα, ήπια αιματουρία ή ήπιο άλγος στην περιοχή της κύστης και του νεφρού κατά την ούρηση είναι τα συνήθη ενοχλήματα, που μπορεί να εμφανίσει ο ασθενής και τα οποία υποχωρούν τις περισσότερες φορές αυτόματα ή με τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής εάν επιμένουν.
Η τοποθέτηση του pig– tail δεν αποτελεί οριστική θεραπεία, αλλά επιτρέπει στα ούρα να συνεχίσουν την πορεία τους προς την κύστη με αποτέλεσμα να υφίεται ο πόνος και να επανέρχεται η φυσιολογική λειτουργία του νεφρού. Η τοποθέτησή του είναι επιτακτική σε όλες τις περιπτώσεις που συνυπάρχει λοίμωξη!
Μετά την αρχική αντιμετώπιση με αντιφλεγμονώδη και την ενδεχόμενη τοποθέτηση ενός pig- tail οι βασικές θεραπευτικές επιλογές είναι τρεις:
Βασίζεται σε ηχητικά κρουστικά κύματα, τα οποία δημιουργούν συμπιεστικές δυνάμεις κι έχουν ως τελικό αποτέλεσμα το σπάσιμο της πέτρας. Ο εντοπισμός της πέτρας γίνεται με τη βοήθεια ακτινολογικού μηχανήματος ή υπερήχων.
Διενεργείται χωρίς νοσηλεία, συνήθως χωρίς αναισθησία με μόνη τη χορήγηση αναλγητικών. Είναι κατάλληλη για λίθους μικρότερους των (2) δύο εκατοστών, νεφρού ή ουρητήρα. Η επιτυχία της εξαρτάται από τη σύσταση και τη σκληρότητα της πέτρας, το μέγεθος καθώς και τη θέση του λίθου. Ιδιαίτερη δυσκολία βρίσκουν πέτρες ή κομμάτια (λιθιασικά συγκρίματα) λίθων στον κάτω κάλυκα του νεφρού.
Πρόκειται για ενδοσκοπικές, ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές, όπου μ’ ένα ειδικό ενδοσκόπιο, το ουρητηροσκόπιο, και με τη βοήθεια κάμερας διαμέσου της ουρήθρας και της ουροδόχου κύστης φτάνουμε στην πέτρα και την κατακερματίζουμε πιο συχνά με τη χρήση laser. Η πέτρα μπορεί να σπάσει σε κομμάτια ή να γίνει σκόνη, που απομακρύνεται με τη ροή των ούρων. Στη συνέχεια απομακρύνονται τα εναπομείναντα, υπολειμματικά, συγκρίματα με τη βοήθεια ειδικών εργαλείων που ονομάζονται basket.
Στο τέλος της επέμβασης, κι εφόσον κριθεί απαραίτητο, μπορεί να τοποθετηθεί ένα αυτοσυγκρατούμενο ενδοουρητηρικό stend (pig- tail) το οποίο παραμένει στον ασθενή για λίγες ημέρες. Τα ουρητηροσκόπια χωρίζονται σε ημιάκαμπτα και σε εύκαμπτα. Με τα εύκαμπτα έχουμε η δυνατότητα να φτάσουμε σχεδόν σε κάθε σημείο του νεφρού και ιδιαίτερα στον κάτω κάλυκα του νεφρού, γεγονός που διευκολύνει την αντιμετώπιση λίθων σε αυτό το σημείο που άλλες μέθοδοι δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν.
Αυτές οι παρεμβάσεις πραγματοποιούνται υπό γενική αναισθησία, αλλά και ραχιαία, έχουν υψηλό ποσοστό επιτυχίας (ασθενής ελεύθερος πέτρας), χωρίς τομές, χωρίς μετεγχειρητικό πόνο και με νοσηλεία που σπάνια ξεπερνάει τη μία ημέρα.
Η διαδερμική νεφρολιθοτριψία (PNL, Percotaneus NephroLithotomy) είναι μία μέθοδος ιδιαίτερα κατάλληλη για μεγάλους λίθους, άνω των (2) δύο εκατοστών, του ανώτερου ουροποιητικού (κοραλιοειδής λίθοι). Βασικό εργαλείο σε αυτή τη μέθοδο είναι ο νεφροσκόπιο.
Αποτελεί την πιο επεμβατική μέθοδο στην οποία, με τον ασθενή υπό γενική αναισθησία, γίνεται αρχικά μία μικρή τομή στο δέρμα και διαμέσου αυτής παρακεντάται ο νεφρός. Δίνονται διαδοχικές διαστολές αυτού του καναλιού μέχρι να έχει τη δυνατότητα να εισέλθει το νεφροσκόπιο εντός του νεφρού. Ο λίθος σπάει με τη χρήση laser ή υπερήχων και γίνεται η απομάκρυνση την συγκριμάτων. Η νοσηλεία σε αυτή την περίπτωση είναι 1 με 2 ημέρες.
Σε περιπτώσεις ιδιαίτερα μεγάλων και σύνθετων σε σχήμα λίθων η PCNL μπορεί να συνδυαστεί ταυτόχρονα με την Ανάστροφη Ενδονεφρική Χειρουργική (RIRS).
Η παρουσία αίματος στο σπέρμα ονομάζεται αιμοσπερμία και είναι πάντα ανησυχητική για τους ασθενείς.
Σε νεότερα άτομα ή χωρίς παράγοντες κινδύνου οφείλεται πιο συχνά σε φλεγμονές του προστάτη ή των σπερματοδόχων κύστεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αιμοσπερμία ανταποκρίνεται στην όποια θεραπεία εφαρμοστεί ενώ μερικές φορές μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα.
Σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας ή με παράγοντες κινδύνου η αιμοσπερμία είναι συνήθως εμμένουσα ή υποτροπιάζουσα. Εκτός από τις καλοήθεις αιτίες θα πρέπει να διερευνηθούν οι πιθανές καοήθεις όπως το νεόπλασμα του προστάτη.
Παρότι στο 50% των ασθενών δεν βρίσκουμε μία αιτία η εμφάνιση της αιμοσπερμίας πρέπει πάντα να ελέγχεται από τον Ουρολόγο.
Η παρουσία μίας ψηλαφητής σκληρίας στον όρχι, ιδίως ανώδυνης χρήζει άμεσης εκτίμησης από τον Ουρολόγο. Μπορεί να οφείλεται σε καλοήθεις καταστάσεις όπως σε μία κύστη που δεν είχε γίνει αντιληπτή προηγουμένως. Ενδέχεται όμως να οφείλεται σε κακοήθη όγκο του όρχι. Είναι μία κατάσταση που χρήζει γρήγορης διάγνωσης και άμεσης αντιμετώπισης.
Η κιρσοκήλη αποτελεί μια από τις κυριότερες αιτίες ανδρικής υπογονιμότητας, καθώς μειώνει αρχικά την κινητικότητα και στη συνέχεια την παραγωγή των σπερματοζωαρίων.
Η διόρθωση της κιρσοκήλης εξασφαλίζει τη διατήρηση της ποιότητας του σπέρματος ή τη βελτίωσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του σπερμοδιαγράμματος στα 2/3 των ασθενών.
Ίσως το σημαντικότερο όφελος από τη διόρθωση της κιρσοκήλης είναι η αναστολή της περαιτέρω ορχικής βλάβης και των επιπτώσεών της στη σπερματογέννεση.
Η αιματουρία αποτελεί σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών ουρολογικών παθήσεων, από τις φλεγμονές και τη λιθίαση έως το τραύμα και τις κακοήθειες. Ειδικά όταν δε συνοδεύεται από άλλα συμπτώματα ή ενοχλήματα (ανώδυνη αιματουρία) κι ανεξάρτητα του βαθμού της, πρέπει να γίνεται εκτίμηση από τον Ουρολόγου για τον αποκλεισμό νεοπλάσματος του ουροποιητικού.
Ο γιατρός θα πρέπει να προχωρήσει στον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας με τη διενέργεια μίας σειράς εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται η γενική και η καλλιέργεια ούρων, η κυτταρολογική ούρων, το υπερηχογράφημα, η αξονική κοιλίας, η κυστεοσκόπηση κι ενδεχομένως η ουρητηροσκόπηση για να διαπιστώσει την αιτία.
Κάθε άντρας άνω των 50 ετών (ή άνω των 45 εάν υπάρχει ιστορικό καρκίνου προστάτη σε συγγενή πρώτου βαθμού) πρέπει να επισκέπτεται τον ουρολόγο του για προληπτικό έλεγχο του προστάτη.
Οι εξετάσεις στις οποίες θα πρέπει να υποβάλλεται ο ασθενής είναι
το Υπερηχογράφημα Νεφρών-Κύστης-Προστάτη (προ και μετά ούρησης), η μέτρηση του PSA (Total) και η Δακτυλική εξέταση προστάτου. Ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε 1 ή 2 έτη (βάση συμπτωμάτων και τιμών του PSA).
Το 85% περίπου των λίθων διαμέτρου μικρότερης των 5mm συνήθως αποβάλλονται αυτόματα. Όσο πιο χαμηλά (κοντά στην ουροδόχο κύστη) βρίσκονται οι λίθοι τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να αποβληθούν αυτόματα. Η συντηρητική αγωγή δεν είναι κατάλληλη για ασθενείς με παρατεταμένη απόφραξη ή εμμένον άλγος ή ταυτόχρονη λοίμωξη.
Εάν οι πέτρες είναι μεγαλύτερου μεγέθους και/ή εμποδίζουν την ροή των ούρων τότε οι νεφροί αποφράζονται και μπορεί να υποστούν βλάβη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει είτε να τοποθετηθεί ένα ενδο-ουρητητρικό stent (pig-tail) ή να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική αντιμετώπιση του λίθου.
Πιθανόν να έχετε επίσχεση ούρων. Η επίσχεση ούρων είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει παρότι έχει έντονη επιθυμία. Η επίσχεση ούρων διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια.
Η οξεία επίσχεση ούρων είναι μία επείγουσα κατάσταση στην οποία χρειάζεται να τοποθετηθεί άμεσα καθετήρας στην κύστη, για να αδειάσει. Χαρακτηρίζεται από έντονο πόνο και ανησυχία στον ασθενή.
Η χρόνια επίσχεση χαρακτηρίζεται από υπόλειμμα ούρων διάφορου βαθμού το οποίο εγκαθίσταται σταδιακά και η ποσότητα των ούρων μπορεί να μεγαλώνει φτάνοντας να επηρεάζει και τη νεφρική λειτουργία του ασθενή. Συνήθως δεν προκαλεί έντονα συμπτώματα οπότε συνήθως δε γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή και ανακαλύπτεται μόνο σε υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι βασικότερες αιτίες είναι:
Η άνοδος του PSA, ιδίως η απότομη αύξησή του έχει περισσότερες πιθανότητες να οφείλεται σε φλεγμονή παρά σε κακοήθεια. Δεδομένου ό,τι η βιοψία προστάτη είναι μία επεμβατική εξέταση το πρώτο μέλημα του ουρολόγου είναι ο αποκλεισμός της φλεγμονής (προστατίτιδα). Εφόσον αυτή έχει αποκλειστεί τότε πριν τον προγραμματισμό της βιοψίας θα πρέπει να προβούμε στην επανάληψη του PSA σε 3-4 εβδομάδες, στο ίδιο εργαστήριο, χωρίς εκσπερμάτιση και χωρίς χειρισμούς του κατώτερου ουροποιητικού (πχ δακτυλική εξέταση ή κυστεοσκόπηση). Εάν το PSA παραμένει αυξημένο τότε θα πρέπει να προγραμματιστεί μία πολυπαραμετρική μαγνητική προστάτη και στη συνέχεια η βιοψία.
στα Νοσοκομεία:
στο Πολυϊατρείο: